- ἡμερόφυλλος
- ἡμερό-φυλλος, ον,=A
ἥμερος, ἐλαία Isyll. 20
([dialect] Dor. with ἡμ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἥμερος, ἐλαία Isyll. 20
([dialect] Dor. with ἡμ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημερόφυλλος — ἡμερόφυλλος, ον (Α) ήμερος («ἡμερόφυλλος ἐλαία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. πλατύ φυλλος, πυκνό φυλλος] … Dictionary of Greek
ἡμεροφύλλου — ἡμερόφυλλος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek